Πλέω στα λιθουανικά

Μετάφραση: πλέω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
burė, plaukioja, burių, bures, plaukti
Πλέω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλέω

πλέω αρχικοί χρόνοι, πλέω μεθ ορμής ακαθέκτου, πλέω συνώνυμο, λέγω ομόρριζα, ρήμα λύω, πλέω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πλέω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • πλένω στα λιθουανικά - plauti, skalbimas, plovimo, plovimas, plovykla
  • πλέον στα λιθουανικά - beveik, dauguma, labiausiai, daugiausia, Patys, pats
  • πλήθος στα λιθουανικά - minia, daugybė, Žiūrovai, minios, žm, Susirinkę žiūrovai
  • πλήξη στα λιθουανικά - nuobodulys, nuobodumas, nuobodis, Apnikums, Nuda
Τυχαίες λέξεις
Πλέω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: burė, plaukioja, burių, bures, plaukti