Πλέω στα φινλανδικά
Μετάφραση: πλέω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
purje, purjehtia, purjehtivat, purjeen, sail
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλέω
πλέω αρχικοί χρόνοι, πλέω μεθ ορμής ακαθέκτου, πλέω συνώνυμο, λέγω ομόρριζα, ρήμα λύω, πλέω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, πλέω στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- πλένω στα φινλανδικά - loiske, pesu, puhdistus, pestä, huuhtelu, kitkeä, pyykätä, ...
- πλέον στα φινλανδικά - melkein, suurin, lisää, eniten, liki, enempi, lisä, ...
- πλήθος στα φινλανδικά - sakki, kuhista, tungeksia, tungos, joukkio, porukka, ihmiset, ...
- πλήξη στα φινλανδικά - ikävystyminen, ennui, ikävä
Τυχαίες λέξεις
Πλέω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: purje, purjehtia, purjehtivat, purjeen, sail
Μεταφράσεις: purje, purjehtia, purjehtivat, purjeen, sail