Πλέω στα τούρκικα
Μετάφραση: πλέω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yelken, Sail, yelkenli, yelkeni, arma
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλέω
πλέω αρχικοί χρόνοι, πλέω μεθ ορμής ακαθέκτου, πλέω συνώνυμο, λέγω ομόρριζα, ρήμα λύω, πλέω λεξικό γλώσσας τούρκικα, πλέω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πλένω στα τούρκικα - yıkama, çamaşır, yıkamak, yikama, yıkayın
- πλέον στα τούρκικα - daha, en, çoğu, en çok, çok, var En
- πλήθος στα τούρκικα - kalabalık, taraftar topluluğu, bir kalabalık, sahibi takımın taraftarları, kalabalığın
- πλήξη στα τούρκικα - can sıkıntısı, ennui, bıkkınlık
Τυχαίες λέξεις
Πλέω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yelken, Sail, yelkenli, yelkeni, arma
Μεταφράσεις: yelken, Sail, yelkenli, yelkeni, arma