Πλέω στα ισλανδικά
Μετάφραση: πλέω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
segl, sigla, siglingu, siglt, seglið
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλέω
πλέω αρχικοί χρόνοι, πλέω μεθ ορμής ακαθέκτου, πλέω συνώνυμο, λέγω ομόρριζα, ρήμα λύω, πλέω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πλέω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πλένω στα ισλανδικά - þvo, Þvoið, Wash, þvottur, þvo í
- πλέον στα ισλανδικά - fleiri, mestur, meiri, flestir, flestur, meira, mest, ...
- πλήθος στα ισλανδικά - hópur, örtröð, fjölmenna, fjöldi, fólkið, mannfjöldi, komu, ...
- πλήξη στα ισλανδικά - lífsleiðan
Τυχαίες λέξεις
Πλέω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: segl, sigla, siglingu, siglt, seglið
Μεταφράσεις: segl, sigla, siglingu, siglt, seglið