Πλέω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: πλέω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
едро, плови, пловат, Испловување, запловија
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλέω
πλέω αρχικοί χρόνοι, πλέω μεθ ορμής ακαθέκτου, πλέω συνώνυμο, λέγω ομόρριζα, ρήμα λύω, πλέω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πλέω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- πλένω στα σλαβομακεδονικά - миење, за миење, перење, за миење на, миење на
- πλέον στα σλαβομακεδονικά - повеќе, повеќето, најмногу, најголем, поголемиот
- πλήθος στα σλαβομακεδονικά - толпата, трибините, публиката, толпа, навивачи
- πλήξη στα σλαβομακεδονικά - досада, апатија
Τυχαίες λέξεις
Πλέω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: едро, плови, пловат, Испловување, запловија
Μεταφράσεις: едро, плови, пловат, Испловување, запловија