Πλέω στα ολλανδικά
Μετάφραση: πλέω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
velum, doek, zeil, linnen, zeilen, varen, sail, zeiltocht
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλέω
πλέω αρχικοί χρόνοι, πλέω μεθ ορμής ακαθέκτου, πλέω συνώνυμο, λέγω ομόρριζα, ρήμα λύω, πλέω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πλέω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πλένω στα ολλανδικά - uitwassen, wassen, witten, was, wassing, wash, afwassen
- πλέον στα ολλανδικά - schier, hoogst, langer, bijna, zowat, meer, meest, ...
- πλήθος στα ολλανδικά - massa, troep, schare, horde, bende, boel, hoop, ...
- πλήξη στα ολλανδικά - verveling, ennui, lusteloosheid
Τυχαίες λέξεις
Πλέω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: velum, doek, zeil, linnen, zeilen, varen, sail, zeiltocht
Μεταφράσεις: velum, doek, zeil, linnen, zeilen, varen, sail, zeiltocht