Πολλοί στα δανικά

Μετάφραση: πολλοί, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mange, en masse, meget, masser, megen
Πολλοί στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πολλοί

πολλοί λένε ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, πολλοί λατρεύουνε την τάξη, πολλοί γαρ εισί κλητοί ολίγοι δε εκλεκτοί, πολλοί φτιάχνουν ένα ψέμα για να σωθούν, πολλοί οι κλητοί ολίγοι οι εκλεκτοί, πολλοί λεξικό γλώσσας δανικά, πολλοί στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πολλαπλασιασμός στα δανικά - multiplikation, formering, opformering, mangedobling, multiplikationen
  • πολλαπλός στα δανικά - multiple, flere, multipel, multiplum, dissemineret
  • πολτός στα δανικά - papirmasse, pulp, pulpen, papirmasse-, cellulose
  • πολυάριθμος στα δανικά - talrige, mange, utallige, adskillige, lang række
Τυχαίες λέξεις
Πολλοί στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mange, en masse, meget, masser, megen