Πολλοί στα ουκρανικά

Μετάφραση: πολλοί, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рукописи, багатство, багато
Πολλοί στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πολλοί

πολλοί λένε ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, πολλοί λατρεύουνε την τάξη, πολλοί γαρ εισί κλητοί ολίγοι δε εκλεκτοί, πολλοί φτιάχνουν ένα ψέμα για να σωθούν, πολλοί οι κλητοί ολίγοι οι εκλεκτοί, πολλοί λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πολλοί στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πολλαπλασιασμός στα ουκρανικά - розмножений, множення, примноження
  • πολλαπλός στα ουκρανικά - декларації, багаторазовий, багатократний
  • πολτός στα ουκρανικά - пюре, емульсія, паста, легеневий, кашка, м'якоть, м'якуш, ...
  • πολυάριθμος στα ουκρανικά - численний, численні, багаточисельні, чисельні
Τυχαίες λέξεις
Πολλοί στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: рукописи, багатство, багато