Προορίζω στα δανικά

Μετάφραση: προορίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
afsætte, markedsavance
Προορίζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προορίζω

προορίζω συνώνυμα, προορίζω λεξικό γλώσσας δανικά, προορίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • προοδεύω στα δανικά - fremskridt, fremrykning, gå videre, gå i gang, at gå videre, går videre
  • προοπτική στα δανικά - vagtpost, udsigt, perspektiv, overslag, perspektivisk, synspunkt
  • προορισμός στα δανικά - destination, bestemmelsessted, destinationen, bestemmelsesstedet, rejsemål
  • προπαρασκευαστικός στα δανικά - forberedende, det forberedende, indledende, forberedelse, forberedelserne
Τυχαίες λέξεις
Προορίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: afsætte, markedsavance