Προορίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: προορίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ákvörðum, tæki ákvörðum
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προορίζω
προορίζω συνώνυμα, προορίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, προορίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- προοδεύω στα ισλανδικά - framfarir, framsókn, framför, fara á undan, fara fram, að fara á undan, fara fram í tímann, ...
- προοπτική στα ισλανδικά - horfur, sjónarhorni, sjónarhóli, yfirsýn, sjónarhorn, sjónarmið
- προορισμός στα ισλανδικά - áfangastaður, áfangastað, ákvörðunarstaður, ákvörðunarstað
- προπαρασκευαστικός στα ισλανδικά - undirbúnings, undirbúningur, PREPARATORY, undirbúningsvinnu, til undirbúnings
Τυχαίες λέξεις
Προορίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ákvörðum, tæki ákvörðum
Μεταφράσεις: ákvörðum, tæki ákvörðum