Προορίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: προορίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
despeito, destinar, destine, destinam as
Προορίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προορίζω

προορίζω συνώνυμα, προορίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προορίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • προοδεύω στα πορτογαλικά - programar, programa, progresso, continue, vá em frente, ir em frente, ir adiante, ...
  • προοπτική στα πορτογαλικά - candidato, perspectiva, panorama, aspecto, aparência, perspectiva de, perspectivas, ...
  • προορισμός στα πορτογαλικά - destino, de destino, destino de, destinos, destinação
  • προπαρασκευαστικός στα πορτογαλικά - preparatória, preparatório, preparatórios, preparação, de preparação
Τυχαίες λέξεις
Προορίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: despeito, destinar, destine, destinam as