Προορίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: προορίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lemti, Nukreipti, Paskirti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προορίζω
προορίζω συνώνυμα, προορίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, προορίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- προοδεύω στα λιθουανικά - pradėti, eiti į priekį, pirmyn, tęsti, eikite į priekį
- προοπτική στα λιθουανικά - sargyba, sargybinis, perspektyva, perspektyvos, perspektyvą, požiūris, požiūriu
- προορισμός στα λιθουανικά - paskirties vieta, paskirtis, paskirties, vieta, kelionės tikslas
- προπαρασκευαστικός στα λιθουανικά - parengtinis, paruošiamasis, parengiamasis, parengiamieji, parengiamuosius
Τυχαίες λέξεις
Προορίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: lemti, Nukreipti, Paskirti
Μεταφράσεις: lemti, Nukreipti, Paskirti