Προσαύξηση στα δανικά

Μετάφραση: προσαύξηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tillæg, tillægsgebyr, mod tillægsgebyr, gebyr, mod gebyr
Προσαύξηση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσαύξηση

προσαύξηση κυριακής, προσαύξηση δώρου πάσχα, προσαύξηση σύνταξης λόγω οικογενειακών βαρών, προσαύξηση νυχτερινής εργασίας, προσαύξηση φπα 2014, προσαύξηση λεξικό γλώσσας δανικά, προσαύξηση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • προσαρμογή στα δανικά - justering, tilpasning, regulering, indstilling, tilpasningen
  • προσαρμόζω στα δανικά - tandhjul, indrette, justere, tilpasse, indstille, justeres, at justere
  • προσβάλλομαι στα δανικά - kontrakt, aftale, tage, træffe, tager, læs, at
  • προσβάλλω στα δανικά - fornærme, chokere, skælde, støde, krænke, krænker, forarger
Τυχαίες λέξεις
Προσαύξηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tillæg, tillægsgebyr, mod tillægsgebyr, gebyr, mod gebyr