Προσαύξηση στα τούρκικα

Μετάφραση: προσαύξηση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sürşarj, ücretli, ek ücret, ek ücretli hizmet, ek ücrete tabi
Προσαύξηση στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσαύξηση

προσαύξηση κυριακής, προσαύξηση δώρου πάσχα, προσαύξηση σύνταξης λόγω οικογενειακών βαρών, προσαύξηση νυχτερινής εργασίας, προσαύξηση φπα 2014, προσαύξηση λεξικό γλώσσας τούρκικα, προσαύξηση στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • προσαρμογή στα τούρκικα - ayarlama, ayar, ayarı, uyum, ayarlaması
  • προσαρμόζω στα τούρκικα - teçhizat, ayarlamak, ayarlayın, ayarlayabilirsiniz, ayarlama, ayarlamanız
  • προσβάλλομαι στα τούρκικα - kontrat, gücenmek, alınmak, içerlemek
  • προσβάλλω στα τούρκικα - ince, önemsiz, zayıf, küstürmek, rahatsız, rencide, hakaret, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσαύξηση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sürşarj, ücretli, ek ücret, ek ücretli hizmet, ek ücrete tabi