Προσαύξηση στα λιθουανικά

Μετάφραση: προσαύξηση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priemoka, už papildomą mokestį, papildomą mokestį, paprašius, papildomas mokestis
Προσαύξηση στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσαύξηση

προσαύξηση κυριακής, προσαύξηση δώρου πάσχα, προσαύξηση σύνταξης λόγω οικογενειακών βαρών, προσαύξηση νυχτερινής εργασίας, προσαύξηση φπα 2014, προσαύξηση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, προσαύξηση στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • προσαρμογή στα λιθουανικά - reguliavimas, koregavimas, koreguoti, koregavimo, patikslinimas
  • προσαρμόζω στα λιθουανικά - reguliuoti, koreguoti, sureguliuoti, prisitaikyti, pakoreguoti
  • προσβάλλομαι στα λιθουανικά - sutartis, sudaryti, kontraktas, Obrazić
  • προσβάλλω στα λιθουανικά - lieknas, plonas, įžeisti, įžeidžia, kur nusižengiame, nusižengiame, nusikalsti
Τυχαίες λέξεις
Προσαύξηση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: priemoka, už papildomą mokestį, papildomą mokestį, paprašius, papildomas mokestis