Προσαύξηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: προσαύξηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toeslag, tegen betaling, betaling, met toeslag, toeslag van
Προσαύξηση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσαύξηση

προσαύξηση κυριακής, προσαύξηση δώρου πάσχα, προσαύξηση σύνταξης λόγω οικογενειακών βαρών, προσαύξηση νυχτερινής εργασίας, προσαύξηση φπα 2014, προσαύξηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προσαύξηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προσαρμογή στα ολλανδικά - bewerking, adaptatie, modificatie, aanpassing, afstelling, instelling, correctie, ...
  • προσαρμόζω στα ολλανδικά - kamrad, adapteren, tandwiel, aanpassen, bewerken, afstemmen, tandrad, ...
  • προσβάλλομαι στα ολλανδικά - contract, overeenkomst, verbintenis, aanstoot nemen
  • προσβάλλω στα ολλανδικά - licht, schraal, mager, sprietig, affronteren, dun, beledigen, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσαύξηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toeslag, tegen betaling, betaling, met toeslag, toeslag van