Προσαύξηση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: προσαύξηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sobretaxa, custo adicional, mediante custo adicional, sobretaxa de, pago à parte
Προσαύξηση στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσαύξηση

προσαύξηση κυριακής, προσαύξηση δώρου πάσχα, προσαύξηση σύνταξης λόγω οικογενειακών βαρών, προσαύξηση νυχτερινής εργασίας, προσαύξηση φπα 2014, προσαύξηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προσαύξηση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • προσαρμογή στα πορτογαλικά - adaptação, ajuste, ajustamento, de ajuste, ajuste de, de ajustamento
  • προσαρμόζω στα πορτογαλικά - ajustar, adequar, ajeitar, engrenagem, concertar, acomodar, jornal, ...
  • προσβάλλομαι στα πορτογαλικά - contrair, contratos, contrato, contratar, se ofender, ofendidos, se irritariam, ...
  • προσβάλλω στα πορτογαλικά - ofender, insultar, fino, delgado, deslizar, deste, insulto, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσαύξηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sobretaxa, custo adicional, mediante custo adicional, sobretaxa de, pago à parte