Προσβάλλομαι στα δανικά
Μετάφραση: προσβάλλομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kontrakt, aftale, tage, træffe, tager, læs, at
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσβάλλομαι
προσβάλλομαι κλίση, προσβάλλομαι λεξικό γλώσσας δανικά, προσβάλλομαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- προσαρμόζω στα δανικά - tandhjul, indrette, justere, tilpasse, indstille, justeres, at justere
- προσαύξηση στα δανικά - tillæg, tillægsgebyr, mod tillægsgebyr, gebyr, mod gebyr
- προσβάλλω στα δανικά - fornærme, chokere, skælde, støde, krænke, krænker, forarger
- προσβλητικός στα δανικά - offensiv, stødende, krænkende, offensive, offensiven
Τυχαίες λέξεις
Προσβάλλομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kontrakt, aftale, tage, træffe, tager, læs, at
Μεταφράσεις: kontrakt, aftale, tage, træffe, tager, læs, at