Προσβάλλομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: προσβάλλομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
contract, overeenkomst, verbintenis, aanstoot nemen
Προσβάλλομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσβάλλομαι

προσβάλλομαι κλίση, προσβάλλομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προσβάλλομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προσαρμόζω στα ολλανδικά - kamrad, adapteren, tandwiel, aanpassen, bewerken, afstemmen, tandrad, ...
  • προσαύξηση στα ολλανδικά - toeslag, tegen betaling, betaling, met toeslag, toeslag van
  • προσβάλλω στα ολλανδικά - licht, schraal, mager, sprietig, affronteren, dun, beledigen, ...
  • προσβλητικός στα ολλανδικά - offensief, aanvallend, beledigend, aanstootgevend, aanvallende
Τυχαίες λέξεις
Προσβάλλομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: contract, overeenkomst, verbintenis, aanstoot nemen