Προσβάλλομαι στα σουηδικά
Μετάφραση: προσβάλλομαι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kontrakt, avtal, ta, vidta, tar, att ta, fatta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσβάλλομαι
προσβάλλομαι κλίση, προσβάλλομαι λεξικό γλώσσας σουηδικά, προσβάλλομαι στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- προσαρμόζω στα σουηδικά - ordna, adaptera, anpassa, lämpa, justera, ställa, justerar, ...
- προσαύξηση στα σουηδικά - avgift, tilläggsavgift, tilläggskostnad, avgiftsbelagd, tilläggskonstnad
- προσβάλλω στα σουηδικά - smäcker, spenslig, smärt, förnärma, förolämpa, lätt, smal, ...
- προσβλητικός στα σουηδικά - offensiv, stötande, kränkande, offensiven, offensiva
Τυχαίες λέξεις
Προσβάλλομαι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: kontrakt, avtal, ta, vidta, tar, att ta, fatta
Μεταφράσεις: kontrakt, avtal, ta, vidta, tar, att ta, fatta