Πυκνότητα στα δανικά

Μετάφραση: πυκνότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tæthed, densitet, massefylde, density, densiteten
Πυκνότητα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυκνότητα

πυκνότητα λαδιού, πυκνότητα πάγου, πυκνότητα βενζίνης, πυκνότητα χαλκού, πυκνότητα σιδήρου, πυκνότητα λεξικό γλώσσας δανικά, πυκνότητα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πυκνωτής στα δανικά - kondensator, kondensatoren, kapacitor, en kondensator
  • πυκνός στα δανικά - tyk, tæt, firskåren, tætbygget, firskårne
  • πυκνώνω στα δανικά - tykkere, blive tykkere, fortykkes, fortykke, blive tyk
  • πυξίδα στα δανικά - kompas, område, kompasset, compass
Τυχαίες λέξεις
Πυκνότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tæthed, densitet, massefylde, density, densiteten