Πυκνότητα στα ιταλικά
Μετάφραση: πυκνότητα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
grossezza, spessore, densità, densità di, la densità, di densità, della densità
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πυκνότητα
πυκνότητα λαδιού, πυκνότητα πάγου, πυκνότητα βενζίνης, πυκνότητα χαλκού, πυκνότητα σιδήρου, πυκνότητα λεξικό γλώσσας ιταλικά, πυκνότητα στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- πυκνωτής στα ιταλικά - condensatore, condensatore di, condensatori, del condensatore, il condensatore
- πυκνός στα ιταλικά - denso, spesso, folto, forte, grosso, fitto, tarchiato, ...
- πυκνώνω στα ιταλικά - addensare, ispessire, addensarsi, ispessisce, ispessirsi
- πυξίδα στα ιταλικά - capire, bussola, perimetro, compasso, della bussola, compass, la bussola
Τυχαίες λέξεις
Πυκνότητα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: grossezza, spessore, densità, densità di, la densità, di densità, della densità
Μεταφράσεις: grossezza, spessore, densità, densità di, la densità, di densità, della densità