Σαρδέλα στα δανικά
Μετάφραση: σαρδέλα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sardin, brisling
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρδέλα
σαρδέλα ψητή, σαρδέλα κορυδαλλός, σαρδέλα διατροφική αξία, σαρδέλα φρίσσα, σαρδέλα ψητή θερμίδες, σαρδέλα λεξικό γλώσσας δανικά, σαρδέλα στα δανικά
Μεταφράσεις
- σαπρός στα δανικά - rådden, råddent, fordærvet, rådne
- σαράντα στα δανικά - fyrre, fyrretyve, forty, og fyrretyve
- σαρδόνιος στα δανικά - sardonic, sarkastiske, sardonisk, sarkastisk, sardoniske
- σαρκάζω στα δανικά - Gibe, slidte hånlighed
Τυχαίες λέξεις
Σαρδέλα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sardin, brisling
Μεταφράσεις: sardin, brisling