Σαρδέλα στα ολλανδικά
Μετάφραση: σαρδέλα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sardine, sprot, op sprot, sprot in, sprot te, sprat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαρδέλα
σαρδέλα ψητή, σαρδέλα κορυδαλλός, σαρδέλα διατροφική αξία, σαρδέλα φρίσσα, σαρδέλα ψητή θερμίδες, σαρδέλα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σαρδέλα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σαπρός στα ολλανδικά - verrot, rot, bedorven, putrid, verrotte, rottende
- σαράντα στα ολλανδικά - veertig, voorbije, veertigtal, en veertig
- σαρδόνιος στα ολλανδικά - sardonisch, sardonische, sardonic, sarcastische, cynische
- σαρκάζω στα ολλανδικά - bespotten, spotten, honen, schimpen, hatelijkheid, schimpscheut, Gibe, ...
Τυχαίες λέξεις
Σαρδέλα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: sardine, sprot, op sprot, sprot in, sprot te, sprat
Μεταφράσεις: sardine, sprot, op sprot, sprot in, sprot te, sprat