Σκοπιμότητα στα δανικά
Μετάφραση: σκοπιμότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gennemførlighed, muligheden, feasibility, gennemførligheden
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκοπιμότητα
σκοπιμότητα της ιδιωτικοποίησης, σκοπιμότητα λεξικό, σκοπιμότητα επιχειρηματικού σχεδίου, σκοπιμότητα ιδιωτικοποιήσεων, σκοπιμότητα έργου, σκοπιμότητα λεξικό γλώσσας δανικά, σκοπιμότητα στα δανικά
Μεταφράσεις
- σκοπεύω στα δανικά - sigte, mål, hensigt, agter, til hensigt, har til hensigt, påtænker
- σκοπιά στα δανικά - vagtpost, perspektiv, overslag, perspektivisk, synspunkt
- σκοπός στα δανικά - sigte, vagtpost, årsag, mål, formål, grund, hensigt, ...
- σκορ στα δανικά - karakter, score, Baseret, bedømmelse, resultat, partitur
Τυχαίες λέξεις
Σκοπιμότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gennemførlighed, muligheden, feasibility, gennemførligheden
Μεταφράσεις: gennemførlighed, muligheden, feasibility, gennemførligheden