Σκοπιμότητα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σκοπιμότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
viabilidade, de viabilidade, exequibilidade, possibilidade, a viabilidade
Σκοπιμότητα στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκοπιμότητα

σκοπιμότητα της ιδιωτικοποίησης, σκοπιμότητα λεξικό, σκοπιμότητα επιχειρηματικού σχεδίου, σκοπιμότητα ιδιωτικοποιήσεων, σκοπιμότητα έργου, σκοπιμότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σκοπιμότητα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σκοπεύω στα πορτογαλικά - fim, apontar, intentar, mirar, inteligente, pretender, intenção, ...
  • σκοπιά στα πορτογαλικά - perspectiva, perspectiva de, perspectivas, perspective, em perspectiva
  • σκοπός στα πορτογαλικά - emprego, apontar, ofício, móvel, intensificar, fim, produzir, ...
  • σκορ στα πορτογαλικά - abrasar, contagem, ponto, pontuação, escore, nota
Τυχαίες λέξεις
Σκοπιμότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: viabilidade, de viabilidade, exequibilidade, possibilidade, a viabilidade