Σκοπιμότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: σκοπιμότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mogelijkheid, haalbaarheid, uitvoerbaarheid, haalbaar, de haalbaarheid
Σκοπιμότητα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκοπιμότητα

σκοπιμότητα της ιδιωτικοποίησης, σκοπιμότητα λεξικό, σκοπιμότητα επιχειρηματικού σχεδίου, σκοπιμότητα ιδιωτικοποιήσεων, σκοπιμότητα έργου, σκοπιμότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκοπιμότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σκοπεύω στα ολλανδικά - beogen, aanleggen, bedoelen, objectief, bedoeling, doelwit, voornemen, ...
  • σκοπιά στα ολλανδικά - kijk, uitzicht, uitkijk, schildwacht, perspectief, vooruitzichten, perspectivisch, ...
  • σκοπός στα ολλανδικά - honk, doel, verloop, veroorzaken, houden, reden, campagne, ...
  • σκορ στα ολλανδικά - haatdragendheid, orkestreren, wraakgierigheid, rancune, wrok, wraakzucht, partituur, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκοπιμότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: mogelijkheid, haalbaarheid, uitvoerbaarheid, haalbaar, de haalbaarheid