Στερούμαι στα δανικά
Μετάφραση: στερούμαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mangel, manglende, manglen, mangler, mangelen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στερούμαι
στερούμαι μετάφραση, στερούμαι αρχικοί χρόνοι, στερούμαι + γενική, στερούμαι συνώνυμο, στερούμαι in english, στερούμαι λεξικό γλώσσας δανικά, στερούμαι στα δανικά
Μεταφράσεις
- στερεοτυπώ στα δανικά - stereotype, stereotyp, stereotypen, stereotypt, stereotype billede
- στερεός στα δανικά - fast, solid, fast stof, faststof, faste
- στεφάνη στα δανικά - rand, annulus, ringformede rum, ringvolumenet, ringrummet, ringformede volumen
- στεφάνι στα δανικά - krans, kransen, wreath, kranse
Τυχαίες λέξεις
Στερούμαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mangel, manglende, manglen, mangler, mangelen
Μεταφράσεις: mangel, manglende, manglen, mangler, mangelen