Στερούμαι στα ισλανδικά

Μετάφραση: στερούμαι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skortur, skorti, skort, skorts, skortir
Στερούμαι στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στερούμαι

στερούμαι μετάφραση, στερούμαι αρχικοί χρόνοι, στερούμαι + γενική, στερούμαι συνώνυμο, στερούμαι in english, στερούμαι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, στερούμαι στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • στερεοτυπώ στα ισλανδικά - staðalímynd, Staðalímyndin, staðalmynd, staðalímyndum, Staðalímyndin að
  • στερεός στα ισλανδικά - áreiðanlegur, solid, fast, fast efni, sterkur, fastefni
  • στεφάνη στα ισλανδικά - hringlaga rými, hringlaga rýmið, hringlaga rými á, hringlaga rýmið sem, að hringlaga rýmið
  • στεφάνι στα ισλανδικά - wreath, sveigur
Τυχαίες λέξεις
Στερούμαι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: skortur, skorti, skort, skorts, skortir