Στερούμαι στα φινλανδικά
Μετάφραση: στερούμαι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pantti, puute, puutteesta, puuttuminen, puutteen, puutetta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στερούμαι
στερούμαι μετάφραση, στερούμαι αρχικοί χρόνοι, στερούμαι + γενική, στερούμαι συνώνυμο, στερούμαι in english, στερούμαι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, στερούμαι στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- στερεοτυπώ στα φινλανδικά - stereotyyppi, stereotypia, stereotypian, stereotyyppinen
- στερεός στα φινλανδικά - olennainen, aatelinen, tukeva, aikamoinen, jalo, horjumaton, ylhäinen, ...
- στεφάνη στα φινλανδικά - pieli, reuna, kehys, kehystää, holkki, laita, renkaan, ...
- στεφάνι στα φινλανδικά - vanne, seppele, kiemurtaa, kukkaseppele, seppelöidä, kranssi, seppeleen, ...
Τυχαίες λέξεις
Στερούμαι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: pantti, puute, puutteesta, puuttuminen, puutteen, puutetta
Μεταφράσεις: pantti, puute, puutteesta, puuttuminen, puutteen, puutetta