Συνάγω στα δανικά
Μετάφραση: συνάγω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
slutte, udlede, udledes, udledt, udleder
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνάγω
συνάγω ετυμολογία, συνάδω ορισμός, συνάγω συμπέρασμα, συνάγω συνώνυμα, συνάγω συνάγω, συνάγω λεξικό γλώσσας δανικά, συνάγω στα δανικά
Μεταφράσεις
- συμψηφισμός στα δανικά - belønning, modregning, udligning, udligne, udligning af, at udligne
- συν στα δανικά - plus, samt, tillæg, forhøjet, med tillæg
- συνάδελφος στα δανικά - kollega, mand, bekendt, kollegas, en bekendt
- συνάλλαγμα στα δανικά - mønt, bytte, udveksling, valuta, valutaen
Τυχαίες λέξεις
Συνάγω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: slutte, udlede, udledes, udledt, udleder
Μεταφράσεις: slutte, udlede, udledes, udledt, udleder