Συνάγω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: συνάγω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сведуваат, заклучи, се заклучи, да се заклучи, сведуваат само
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνάγω
συνάγω ετυμολογία, συνάδω ορισμός, συνάγω συμπέρασμα, συνάγω συνώνυμα, συνάγω συνάγω, συνάγω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, συνάγω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- συμψηφισμός στα σλαβομακεδονικά - неутрализирање, пребивање, пребивањето, неутрализирајќи, неутрализира
- συν στα σλαβομακεδονικά - плус
- συνάδελφος στα σλαβομακεδονικά - колега, колегата, колешка, колега од
- συνάλλαγμα στα σλαβομακεδονικά - валута, валутата, валутниот, пари, валути
Τυχαίες λέξεις
Συνάγω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: сведуваат, заклучи, се заклучи, да се заклучи, сведуваат само
Μεταφράσεις: сведуваат, заклучи, се заклучи, да се заклучи, сведуваат само