Συνάγω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: συνάγω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выводзіць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνάγω
συνάγω ετυμολογία, συνάδω ορισμός, συνάγω συμπέρασμα, συνάγω συνώνυμα, συνάγω συνάγω, συνάγω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, συνάγω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- συμψηφισμός στα λευκορωσικά - кампенсацыі, кампенсавання, кампэнсацыі, кампенсаванні, кампенсацыю
- συν στα λευκορωσικά - больш, болей, плюс
- συνάδελφος στα λευκορωσικά - чалавек, муж, калега, коллега
- συνάλλαγμα στα λευκορωσικά - валюта
Τυχαίες λέξεις
Συνάγω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: выводзіць
Μεταφράσεις: выводзіць