Συνάγω στα ισλανδικά

Μετάφραση: συνάγω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ráða, deduce, að deduce, álykta
Συνάγω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνάγω

συνάγω ετυμολογία, συνάδω ορισμός, συνάγω συμπέρασμα, συνάγω συνώνυμα, συνάγω συνάγω, συνάγω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συνάγω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • συμψηφισμός στα ισλανδικά - móti, vega upp á móti, jafna, offsetting, að jafna
  • συν στα ισλανδικά - plús, auk, ásamt, viðbættum, að viðbættum
  • συνάδελφος στα ισλανδικά - samstarfsmaður, kollega, vinnufélagi, samstarfsfélagi, starfsbróðir
  • συνάλλαγμα στα ισλανδικά - gjaldeyrir, skipti, gjaldmiðill, mynt, gjaldmiðillinn, gjaldmiðli, gjaldmiðil
Τυχαίες λέξεις
Συνάγω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ráða, deduce, að deduce, álykta