Συνοχή στα δανικά
Μετάφραση: συνοχή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
samhørighed, samhørigheden, sammenhæng, sammenhængskraft
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνοχή
συνοχή συνώνυμα, συνοχή παραγράφου, συνοχή κειμένου, συνοχή συνεκτικότητα, συνοχή παραγράφων, συνοχή λεξικό γλώσσας δανικά, συνοχή στα δανικά
Μεταφράσεις
- συνουσία στα δανικά - samleje, samkvem, omgang, samlejet
- συνοφρυώνομαι στα δανικά - panderynken, rynke panden, frown, grimasse, rynke
- συνοψίζω στα δανικά - tabulate, tabulere
- συντάκτης στα δανικά - editor, redaktør, editoren, redaktøren
Τυχαίες λέξεις
Συνοχή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: samhørighed, samhørigheden, sammenhæng, sammenhængskraft
Μεταφράσεις: samhørighed, samhørigheden, sammenhæng, sammenhængskraft