Συνοχή στα ολλανδικά

Μετάφραση: συνοχή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
samenhang, cohesie, cohesiebeleid, de cohesie
Συνοχή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνοχή

συνοχή συνώνυμα, συνοχή παραγράφου, συνοχή κειμένου, συνοχή συνεκτικότητα, συνοχή παραγράφων, συνοχή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συνοχή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συνουσία στα ολλανδικά - geslachtsdaad, paring, gemeenschap, omgang, verkeer, geslachtsgemeenschap, vrijen
  • συνοφρυώνομαι στα ολλανδικά - frons, fronsen, frown
  • συνοψίζω στα ολλανδικά - rangschikken in tabellen, tabelleren, tabulate, tabelleer, tabelvorm
  • συντάκτης στα ολλανδικά - editor, redacteur, redactie, uitgever
Τυχαίες λέξεις
Συνοχή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: samenhang, cohesie, cohesiebeleid, de cohesie