Υπερπληθυσμός στα δανικά
Μετάφραση: υπερπληθυσμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
overbefolkning, overbefolkningen, overfyldte, overpopulation, overbelægning
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπερπληθυσμός
υπερπληθυσμός και περιβάλλον, υπερπληθυσμός φυλακών, υπερπληθυσμός της γης, υπερπληθυσμός των φυλακών, ινδία υπερπληθυσμός, υπερπληθυσμός λεξικό γλώσσας δανικά, υπερπληθυσμός στα δανικά
Μεταφράσεις
- υπεροχή στα δανικά - overlegenhed, overlegen, overlegne, overlegenhed i
- υπεροψία στα δανικά - arrogance, hovmod, arrogant, arrogancen
- υπερπόντιος στα δανικά - oversøisk, oversøiske, udlandet, i udlandet, udenlandske
- υπερφορτώνω στα δανικά - overbelastning, overload, overbelastningsbeskyttelse, overlast, overbelastning af
Τυχαίες λέξεις
Υπερπληθυσμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: overbefolkning, overbefolkningen, overfyldte, overpopulation, overbelægning
Μεταφράσεις: overbefolkning, overbefolkningen, overfyldte, overpopulation, overbelægning