Υπερπληθυσμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: υπερπληθυσμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overbevolking, de overbevolking, overpopulatie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπερπληθυσμός
υπερπληθυσμός και περιβάλλον, υπερπληθυσμός φυλακών, υπερπληθυσμός της γης, υπερπληθυσμός των φυλακών, ινδία υπερπληθυσμός, υπερπληθυσμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υπερπληθυσμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- υπεροχή στα ολλανδικά - superioriteit, overwicht, superieur, de superioriteit, superioriteit van
- υπεροψία στα ολλανδικά - aanmatiging, arrogantie, hoogmoed, arrogant, de arrogantie
- υπερπόντιος στα ολλανδικά - overzee, overzeese, buitenland, het buitenland, buitenlandse
- υπερφορτώνω στα ολλανδικά - overbelasten, overladen, overbelasting, overload, overbelasting van
Τυχαίες λέξεις
Υπερπληθυσμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: overbevolking, de overbevolking, overpopulatie
Μεταφράσεις: overbevolking, de overbevolking, overpopulatie