Υποβολέας στα δανικά
Μετάφραση: υποβολέας, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
initiativtager, anstifter, tilskyndede, tilskyndet, initiativtager til
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποβολέας
υποβολέας ετυμολογια, υποβολέας τσίπρα, υποβολέας θεοδωράκη, υποβολέας λεξικό, ο υποβολέασ, υποβολέας λεξικό γλώσσας δανικά, υποβολέας στα δανικά
Μεταφράσεις
- υποβοηθητικός στα δανικά - hjælpsomme, hjælpsom, nyttige, nyttigt, nyttig
- υποβοηθώ στα δανικά - medskyldig, ABET, medvirker, være medskyldig
- υπογράφω στα δανικά - bevis, symbol, underskrive, skilt, vink, tegn, signal, ...
- υπογράφων στα δανικά - underskriver, har undertegnet, underskriveren, signatarstat, signatar
Τυχαίες λέξεις
Υποβολέας στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: initiativtager, anstifter, tilskyndede, tilskyndet, initiativtager til
Μεταφράσεις: initiativtager, anstifter, tilskyndede, tilskyndet, initiativtager til