Υποβολέας στα πολωνικά

Μετάφραση: υποβολέας, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prowokator, sufler, podżegacz, judziciel, wichrzyciel, inicjatorem
Υποβολέας στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποβολέας

υποβολέας ετυμολογια, υποβολέας τσίπρα, υποβολέας θεοδωράκη, υποβολέας λεξικό, ο υποβολέασ, υποβολέας λεξικό γλώσσας πολωνικά, υποβολέας στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • υποβοηθητικός στα πολωνικά - pomocnik, zależny, oddział, drugorzędny, podjazdowy, filia, dodatkowy, ...
  • υποβοηθώ στα πολωνικά - podżegać, nakłaniać, pomagać, nakłonić, pomagać w przestępstwie, abet, nakłaniać do, ...
  • υπογράφω στα πολωνικά - przejaw, wywieszka, wyraz, sygnować, zachęta, zalogować, godło, ...
  • υπογράφων στα πολωνικά - sygnatariusz, podpisujący, sygnatariuszem, sygnatariusze, sygnatariuszy
Τυχαίες λέξεις
Υποβολέας στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: prowokator, sufler, podżegacz, judziciel, wichrzyciel, inicjatorem