Υποβολέας στα ιταλικά
Μετάφραση: υποβολέας, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
istigatore, mandante, istigatrice, promotore, di istigatore
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποβολέας
υποβολέας ετυμολογια, υποβολέας τσίπρα, υποβολέας θεοδωράκη, υποβολέας λεξικό, ο υποβολέασ, υποβολέας λεξικό γλώσσας ιταλικά, υποβολέας στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- υποβοηθητικός στα ιταλικά - filiale, accessorio, utile, disponibile, utili, stata utile, è stata utile
- υποβοηθώ στα ιταλικά - favoreggiare, abet, complici, di ABET, istigare
- υπογράφω στα ιταλικά - segno, firmare, segnale, indizio, cartello, insegna, affisso, ...
- υπογράφων στα ιταλικά - firmatario, firma, firmatari, firmataria, firmato
Τυχαίες λέξεις
Υποβολέας στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: istigatore, mandante, istigatrice, promotore, di istigatore
Μεταφράσεις: istigatore, mandante, istigatrice, promotore, di istigatore