Υποβολέας στα τούρκικα
Μετάφραση: υποβολέας, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kışkırtıcı, kışkırtıcısı, instigator, azmettirici, azmettiricisi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποβολέας
υποβολέας ετυμολογια, υποβολέας τσίπρα, υποβολέας θεοδωράκη, υποβολέας λεξικό, ο υποβολέασ, υποβολέας λεξικό γλώσσας τούρκικα, υποβολέας στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- υποβοηθητικός στα τούρκικα - şube, yararlı, yardımcı, faydalı, faydalı olarak oylandı, yardımsever
- υποβοηθώ στα τούρκικα - özendirmek, abet, suç ortaklığı, yataklık, suç ortaklığı yapmak
- υπογράφω στα τούρκικα - iz, işaret, tabela, belirti, levha, işareti, bir işaret, ...
- υπογράφων στα τούρκικα - imzalayan, imza, taraf, imzacı, imza sahibi
Τυχαίες λέξεις
Υποβολέας στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kışkırtıcı, kışkırtıcısı, instigator, azmettirici, azmettiricisi
Μεταφράσεις: kışkırtıcı, kışkırtıcısı, instigator, azmettirici, azmettiricisi