Υποβολέας στα ολλανδικά
Μετάφραση: υποβολέας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
souffleur, aanstichter, aanstoker, initiatiefnemer, instigator, aanzetter
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποβολέας
υποβολέας ετυμολογια, υποβολέας τσίπρα, υποβολέας θεοδωράκη, υποβολέας λεξικό, ο υποβολέασ, υποβολέας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υποβολέας στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- υποβοηθητικός στα ολλανδικά - bijkomstig, secundair, aanhangsel, bijkomend, dochteronderneming, bijbehorend, behulpzaam, ...
- υποβοηθώ στα ολλανδικά - ophitsen, agiteren, opstoken, opruien, Abet, aanzetten
- υπογράφω στα ολλανδικά - merkteken, voorteken, teken, voorbode, signaal, sein, wenk, ...
- υπογράφων στα ολλανδικά - ondertekenaar, ondertekenende, ondertekend, hebben ondertekend, ondertekenaars
Τυχαίες λέξεις
Υποβολέας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: souffleur, aanstichter, aanstoker, initiatiefnemer, instigator, aanzetter
Μεταφράσεις: souffleur, aanstichter, aanstoker, initiatiefnemer, instigator, aanzetter