Υποβολέας στα πορτογαλικά
Μετάφραση: υποβολέας, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alerta, pronto, instigador, instigadora, de instigador, instigator, instigação
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποβολέας
υποβολέας ετυμολογια, υποβολέας τσίπρα, υποβολέας θεοδωράκη, υποβολέας λεξικό, ο υποβολέασ, υποβολέας λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υποβολέας στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- υποβοηθητικός στα πορτογαλικά - acessório, filial, secundário, anexo, útil, úteis, atenciosa, ...
- υποβοηθώ στα πορτογαλικά - ajudar, instigar, auxiliar, estimular, encorajar, ABET
- υπογράφω στα πορτογαλικά - prova, assinar, aceno, marca, ponto, excursão, subscrever, ...
- υπογράφων στα πορτογαλικά - signatário, signatários, signatária
Τυχαίες λέξεις
Υποβολέας στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: alerta, pronto, instigador, instigadora, de instigador, instigator, instigação
Μεταφράσεις: alerta, pronto, instigador, instigadora, de instigador, instigator, instigação