Άνδρας στα εσθονικά
Μετάφραση: άνδρας, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mees, meest, inimese, inimene, mehe
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άνδρας
άνδρας ιχθύς, άνδρας παρθένος, άνδρας εξαφανίστηκε ξαφνικά ενώ περπατούσε, άνδρας ψάχνει άνδρα, άνδρας τοξότης, άνδρας λεξικό γλώσσας εσθονικά, άνδρας στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- άναρθρος στα εσθονικά - kõnevõimetu, segane, väljendusraskustega, Tumm, lingulaatide, Ebaselge, Sanaton, ...
- άναυδος στα εσθονικά - sõnatu, üllatunud, tummaks löödud, Mykistynyt, Sanaton
- άνεμος στα εσθονικά - tuul, tuule, tuuleenergia, tuule-, tuult
- άνεργος στα εσθονικά - töötu, jõude, tühikäigul, töötud, töötute, töötutele, töötuks
Τυχαίες λέξεις
Άνδρας στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: mees, meest, inimese, inimene, mehe
Μεταφράσεις: mees, meest, inimese, inimene, mehe