Άνδρας στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: άνδρας, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мажот, човек, човекот, маж
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άνδρας
άνδρας ιχθύς, άνδρας παρθένος, άνδρας εξαφανίστηκε ξαφνικά ενώ περπατούσε, άνδρας ψάχνει άνδρα, άνδρας τοξότης, άνδρας λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, άνδρας στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- άναρθρος στα σλαβομακεδονικά - неартикулирани, неартикулирано, нечленоразделното, сослушаат во нечленоразделното
- άναυδος στα σλαβομακεδονικά - уплашен, dumbfounded, премногу уплашен
- άνεμος στα σλαβομακεδονικά - ветрот, ветерници, ветер, ветерот, на ветерот
- άνεργος στα σλαβομακεδονικά - невработени, невработените, невработени лица, невработените лица, невработен
Τυχαίες λέξεις
Άνδρας στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: мажот, човек, човекот, маж
Μεταφράσεις: мажот, човек, човекот, маж