Ακοή στα εσθονικά
Μετάφραση: ακοή, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuulmine, kuulamine, istung, kohtuistungil, ärakuulamist, kuulamist, kuulmise
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακοή
ακοή σκύλου, ακοή μωρού, ακοή αγγλικά, ακοή νεογέννητου, ακοή ppt, ακοή λεξικό γλώσσας εσθονικά, ακοή στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ακμή στα εσθονικά - tipp, akne
- ακμαίος στα εσθονικά - aktiivne, toimekas, õitsev, õitsva, õitsvat, õitsengut, õitseng
- ακοινώνητος στα εσθονικά - seltsimatu, eraklik, eraklikuks, kunnatu, Kõrvale vetäytyvä
- ακολασία στα εσθονικά - liiderlikkus, licentiousness, edevuse ja kõlvatuse, edevuse ja kõlvatuse eest
Τυχαίες λέξεις
Ακοή στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kuulmine, kuulamine, istung, kohtuistungil, ärakuulamist, kuulamist, kuulmise
Μεταφράσεις: kuulmine, kuulamine, istung, kohtuistungil, ärakuulamist, kuulamist, kuulmise