Ακοή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ακοή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
audição, audiência, auditivo, ouvido, ouvir
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακοή
ακοή σκύλου, ακοή μωρού, ακοή αγγλικά, ακοή νεογέννητου, ακοή ppt, ακοή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ακοή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ακμή στα πορτογαλικά - extremidade, pico, vértice, ápice, cume, cimo, acne, ...
- ακμαίος στα πορτογαλικά - diligente, activo, florescente, florescimento, próspera, florescendo, próspero
- ακοινώνητος στα πορτογαλικά - insociável, unsociable, arredio, pouco sociável
- ακολασία στα πορτογαλικά - orgia, bacanal, licenciosidade, libertinagem, licentiousness, a licenciosidade, lascívia
Τυχαίες λέξεις
Ακοή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: audição, audiência, auditivo, ouvido, ouvir
Μεταφράσεις: audição, audiência, auditivo, ouvido, ouvir