Αυτεξούσιος στα εσθονικά

Μετάφραση: αυτεξούσιος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sundimatu, vabastama, vaba, iseseisev, valitseja, sõltumatu, vaba tahe, vaba tahte, vabal tahtel, vaba tahet, vabast tahtest
Αυτεξούσιος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτεξούσιος

αυτεξούσιος συνώνυμο, αυτεξούσιος συνώνυμα, αυτεξούσιος λεξικό γλώσσας εσθονικά, αυτεξούσιος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αυταρέσκεια στα εσθονικά - eneseimetlus
  • αυταρχικός στα εσθονικά - käskiv, kamandav, kõrk, ülemuslik, võimukas, Määrav, Määräilevä, ...
  • αυτοβιογραφία στα εσθονικά - autobiograafia, autobiograafias, autobiograafiat, autobiograafiast
  • αυτοδύναμος στα εσθονικά - toimetulevaid, iseseisvust, iseseisvale, omatoimisille, enesekindlamad
Τυχαίες λέξεις
Αυτεξούσιος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: sundimatu, vabastama, vaba, iseseisev, valitseja, sõltumatu, vaba tahe, vaba tahte, vabal tahtel, vaba tahet, vabast tahtest