Αυτεξούσιος στα τούρκικα

Μετάφραση: αυτεξούσιος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
parasız, serbest, bedava, hükümdar, kral, özgür, azat, özgür irade, özgür iradesi, özgür iradenin, özgür iradesinin, özgür iradesi konularında
Αυτεξούσιος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτεξούσιος

αυτεξούσιος συνώνυμο, αυτεξούσιος συνώνυμα, αυτεξούσιος λεξικό γλώσσας τούρκικα, αυτεξούσιος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αυταρέσκεια στα τούρκικα - kendini beğenmişlik, smugness
  • αυταρχικός στα τούρκικα - otoriter, bossy, emretmeyi, patron, emretmeyi seven
  • αυτοβιογραφία στα τούρκικα - otobiyografi, otobiyografisi, özgeçmiş, özyaşamöyküsü, otobiyografisinde
  • αυτοδύναμος στα τούρκικα - kendine güvenen, özgüven, kendine güvenen bireyler, kendi kendine yeten, kendi kendine yeten bir
Τυχαίες λέξεις
Αυτεξούσιος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: parasız, serbest, bedava, hükümdar, kral, özgür, azat, özgür irade, özgür iradesi, özgür iradenin, özgür iradesinin, özgür iradesi konularında